συμμεθέλκω

συμμεθέλκω
Μ
1. έλκω μαζί
2. (κυρίως το παθ.) συμμεθέλκομαι
έλκομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο
3. (το μέσ.) έλκω κάτι μαζί μου, τό παίρνω μαζί μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + μεθέλκω «έλκω, σύρω, τραβώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”